καταλογείον

καταλογείον
καταλογεῑον, τὸ (Α) [καταλογεύς]
γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημόσια γράμματα — Είδος αρχαίας ελληνικής καθημερινής εφημερίδας των επίσημων ειδήσεων, που κατέγραφαν και τηρούσαν διάφοροι γραμματείς και αντιγραφείς στο καταλογείον, δηλαδή στο πρωτόκολλο. Στη Ρώμη, τα δ.γ. ονομάζονταν acta diurna ή απλώς acta …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”